Πέμπτη 1 Ιουλίου 2021

ΚΙ ΟΜΩΣ ΜΙΑ ΑΝΕΞΑΚΡΙΒΩΤΗ ΣΤΙΓΜΗ Σ’ ΕΞΑΚΡΙΒΩΝΩ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΕΝΑ ΕΤΟΙΜΟ ΚΙΟΛΑΣ ΑΙΣΘΗΜΑ:

 Δεν ξέρω πού να σε αναζητήσω.

 

Στις προετοιμασίες των στίχων μου ή

στη θορυβώδη των ενστίκτων μου συναγωγή;

 

Στις παραινέσεις του απογεύματος

στις υποδείξεις του Μαρτίου

στη χθεσινή μας σύμπτωση   - στις χθεσινές μου ιαχές -

ή σε κάποια αυριανή μου πίκρα    που υπό εχεμύθεια την κρατάς;

 

Για σένα στις επιθυμίες μου    λόγος δεν έγινε ποτέ.

Δεν σε πρόβλεψαν ποτέ    τα όνειρά μου.

Οι προαισθήσεις μου    δεν σε συνάντησαν.

Ούτε η φαντασία μου.    Κι όμως

μια ανεξακρίβωτη στιγμή    σ’ εξακριβώνω μέσα μου

ένα έτοιμο κιόλας αίσθημα!..

 

 Πλατιά που ήταν η Σταδίου    καθώς χωρούσε

το μεσημέρι το εύχυμο,    τον ανδρισμό σου

και μένα βάζοντας πλάι σου

σε απόσταση μιας ολόκληρης θλίψης!..

[ARS GRATIAE ARTIS και ΔΥΟ ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΑΙΝΙΓΜΑ ΚΙ ΕΝΑ ΔΡΟΜΟ από την ποιητική συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ, 1963]

 


ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ (από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ 1963)

Προσκεκλημένος ήσουν των προσδοκιών μου.

Κι ήρθες – είχε για σένα ξαναγίνει λόγος

στο φευγαλέο κάποιας ενοράσεως.

Οι τίτλοι σου αμύθητοι:

Γιος του ασύλληπτου

πιο επιτήδειος από το όνειρο

απ’ το αιφνίδιο πιο ωραίος

από το θάνατο πιο εύστοχος.

Οίστρος του ήλιου.

 

Στις ανατάσεις μου ανέβηκες

τις φλέβες μου διέπλευσες

διασταυρώθηκες με την ορμή μου.

Κι έγινε η μορφή σου

της νύχτας μου προσκέφαλο.

Κι η μέρα μου ανάβλεψε

στη συμπαιγνία των ματιών σου.

Πικρές διαστάσεις δευτερόλεπτου

πήρες. Και πέρασες – έρμαιο

του αβέβαιου – με βέβαιους

διασκελισμούς προς το ανεπίστρεπτο.

 

Τώρα

από τα πέρατα μιας νοσταλγίας

παίρνω τις ειδήσεις σου:

κατάντησες θαμών

κάποιας παλιάς φωτογραφίας σου

διαπρέποντας στη χάρτινη έντασή της

 

ΥΠΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΝ… Σκηνή σε πάρκο με άγαλμα

Γυναίκα μαρμάρινη

πλαγιασμένη και εξέχουσα

λίγο του βάθρου σου

και μια υποψία φυγής

στον ίσκιο της ανίας σου

στην άπλα του μεσημεριού

παιδί εργατικό κοιμάται.

Η σκισμένη του μπλούζα

αυτοβιογραφία του.

Τη διαβάζουμε, εγώ κι εσύ

επί τη ευκαιρία

παίρνεις μιαν ιδέα

των φθειρομένων πραγμάτων

του προς στιγμήν εφήβου

και κάτι από το απίθανο της ποιήσεως

όταν συμπίπτει

να στέκουν τα φθινόπωρα

στα δένδρα

προς εποπτείαν των διαθέσεων.

[από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ 1963]

 

ΕΠΙ ΤΑ ΑΥΤΑ (από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ 1963)

Νύχτωσε πάλι όπως χθες.

Πάλι όπως χθες νύχτωσε.

Νύχτωσε.   Χθες.    Πάλι.

Προσπάθεια μάταιη   να χτυπηθεί το νόημα,

η αλληλεγγύη του καημού.

Αλύγιστα, μ’ όποια   μετάθεση των λέξεων,

μ’ όποια αποδέσμευσή τους.

Στην κάθε μια χωράει

το τελεσίδικο του όλου

Μέσα στις ρίζες τους

κυλάει  η ίδια παύση.

Λοιπόν, καλύτερα να παραμείνουν

σε μια πεπατημένη πρόταση

και εκ πρώτης όψεως αναίμακτη:

Νύχτωσε πάλι όπως χθες

 

ΥΛΙΚΑ

Εκεί που τελειών’  η οδός Καλλιδρομίου

-τον δρόμο αυτόν περίτεχνα χειρίστηκε

αγαπημένος ποιητής*-

κατεδαφίζεται παλαιά οικία:

με τα ενδόμυχα της,   με ό,τι η είσοδος της έφερε,

και τους λυγμούς ονείρων στα δωμάτια.

 

«Τα υλικά πωλούνται» Κι εκεί,

ανάμεσα λίθων, κεράμων και ανθρωπίνων,

το σώμα κάθεται μιας νέας γυναίκας

-εντοιχισμένο στην πρόσοψη έζησε

και στα διατρέξαντα – σώμα

εκ τερακότας και απορίας μεγάλης,

που περιττεύει πια   και δεν πωλείται…

 

Μένει στην άκρη του δρόμου

καταμεσής του πρωινού

και περιμένει    να περάσει ο ποιητής δια τα περαιτέρω

[από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ 1963]

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο ποιητής Άρης Δικταίος, που έγραψε το ποίημα «74α οδός Καλλιδρομίου

 

ΜΙΑ ΜΕΤΕΩΡΗ ΚΥΡΙΑ ΚΑΤΑΜΕΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΩΙΝΟΥ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ (προσπάθεια μάταιη να χτυπηθεί το νόημα μ’ όποια μετάθεση των λέξεων, μ’ όποια αποδέσμευσή τους):

Βρέχει…

Μια κυρία εξέχει στη βροχή    

μόνη πάνω σ’ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι.

Κι είναι η βροχή σαν οίκτος     κι είναι η κυρία αυτή

σαν ράγισμα στη γυάλινη βροχή.

Το βλέμμα της βαδίζει στη βροχή,

βαριές πατημασιές καημού

τον βρόχινό του δρόμο    γεμίζοντας.

Κοιτάζει…

Κι όλο αλλάζει στάση,    σαν κάτι πιο μεγάλο της,

 ένα ανυπέρβλητο,   να ’χει σταθεί    μπροστά σ’ εκείνο που κοιτάζει.

Γέρνει λοξά το σώμα     παίρνει την κλίση της βροχής

-χοντρή σταγόνα μοιάζει –

 όμως το ανυπέρβλητο μπροστά της πάντα.

Κι είναι η βροχή σαν τύψη.

Κοιτάζει…

Ρίχνει τα χέρια έξω απ’ τα κάγκελα

τα δίνει στη βροχή     πιάνει σταγόνες

φαίνεται καθαρά η ανάγκη    για πράγματα χειροπιαστά.

Κοιτάζει…

Και, ξαφνικά,    σαν κάποιος να της έγνεψε «όχι»,

κάνει να πάει μέσα.

Πού μέσα – μετέωρη ως εξείχε στη βροχή    και μόνη

πάνω σ’ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι.

[ΜΙΑ ΜΕΤΕΩΡΗ ΚΥΡΙΑ από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ, 1963]

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ (από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ 1963)

Το σπίτι

κοιτάζει το δημόσιο δρόμο   και τη θάλασσα

με λογική τεσσάρων παραθύρων,

χαμογελώντας στερεότυπα

μ’ ένα πλατύ πορτοκαλί    μπαλκόνι

 

Σ’ αυτό το μπαλκόνι

σ’ αυτό το χαμόγελο

τ’ απογεύματα, η μάνα μου

το δυσανάγνωστό της πρόσωπο    εκθέτει.

 

Ο χρόνος το συνέγραψε

χωρίς έξαρση

από νύχτα σε νύχτα

σε γλώσσα πόνου ρέουσα

γεμίζοντας   κατεβατά φθοράς.

Κι ούτε ένα λάθος γέλιου.

 

Κάθεται

άκρη - άκρη στην καρέκλα

να μην επιβαρύνει το απόγευμα

 

μ’ όλο το βάρος της κατάκοιτης καρδιάς της,

ίσα - ίσα να υπάρχει

σταματημένη μέσα στη ζωή της

από μιαν άπνοια τύχης,

ίσα - ίσα για ν’ αντέξει τώρα

της έκπληξής της το σπασμό:

 

«Υπάρχουν θάλασσες

καράβια νευρικά  

που σπρώχνουν λύσεις   στο ανεμπόδιστο;

Κι άνεμοι που ξεριζώνουνε τα στάσιμα;

Κι αυτά τα εύληπτα που πίνει χρώματα

το αλκοολικό απόγευμα

υπάρχουν;» Δεν το ’ξερε.

Δεν το ’ξερε η ζωή της

 

Τώρα

αποτολμά μια κίνηση παράξενη:

λίγο το σώμα ρίχνει εμπρός,

το ξαναφέρνει πίσω,

βαριά κωπηλασία μνήμης κάνει,

γιαλό - γιαλό τα δάκρυά της.

 

Σιγά - σιγά

απόγευμα, πρόσωπο και μπαλκόνι

από το σούρουπο υποσκάπτονται.

Το σχήμα τους παραφρονεί.

Σε χώρο θάμπους κλείνονται

να μην μπορούν να μπουν άλλο τα μάτια μας.

Νυχτώνει.

 

ΠΑΣΧΑ ΠΡΟΣ ΣΟΥΝΙΟ

Η θάλασσα ψύχραιμη και ασύσπαστη

λες κι από τις άκρες της σφιχτά

την έπιασε η στεριά και την τεντώνει.

Στην άκρη του γκρεμού,

που συγκρατεί το θέαμα,

ευωδιάζει ο ίλιγγος   κατρακυλούν αυτοκτονίες…

 

Αριστερά, η εποχή,

σε μια ακατάσχετη επιφοίτηση χρωμάτων.

Κι εκεί, προσκυνητάρι κατηφές,

έναν Χριστό, μη αναστάντα προφανώς, εγκλείει.

Γιατί στεφάνι εκ πλαστικού

επάνω του ακόμα ξεχασμένο

το πάθος της Σταυρώσεως παρατείνει.

Περί διαγενομένου του Σαββάτου,

Μαγδαληνής, Σαλώμης, και αρωμάτων

ιδέαν δεν έχει.

Σύμπτωσις:

Κι απ’ την καρδιά μου ο λίθος

ουκ αποκεκύλισται

ην γαρ μέγας σφόδρα

[από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ, 1963 ]

 

ΣΤΟ ΣΤΑΘΜΟ (από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ 1963)

Φίλος    με ανεξακρίβωτη την έκφραση

με βλέμμα που, συχνά,   μεταναστεύει,

συνδρομητής της τέχνης   και του ωραίου γενικώς,

με ιδιαίτερη εκτίμηση   στο ποίημα του Έλιοτ  «Φλησβάς»,

έχει παρ’ όλα αυτά, μετατεθεί

σε μακρινή επαρχία

 

Φεύγοντας

παίρνει μαζί του τα απαραίτητα:

αποχαιρετιστήριες εκφράσεις,

την «Έρημη Χώρα»,   ένα γλυπτό για εταζέρα κι αναπόληση,

και προπαντός το μαγνητόφωνο,

να περιστρέφει το τακτόν

υψίσυχνα, μετατρεπτά,

στα τελευταία σουξέ.

 

Μ’ ΑΡΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΟΙ ΘΕΟΙ   ΠΟΥ ΣΥΝΑΝΤΩ ΣΤΑ ΠΑΡΚΑ ΣΤΑ ΜΟΥΣΕΙΑ   ΚΑΙ ΣΤΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ ΤΟΥΣ ΚΗΠΟΥΣ…

… πάλαι ποτέ θεοί και τώρα τέχνη,   γνώσις μυθολογίας κι εξωραϊσμός.

 

Έτσι κι εσύ, θεά Αφροδίτη.

Σε συναντώ χρόνια τώρα,   μόνη, κατάμονη,

γωνία Κοδριγκτώνος και Κυψέλης - μια διασταύρωση θνητών -

σ’ ενός σπιτιού τον κήπο,

ελάχιστον, όσο για να χωράει   το ξάφνιασμα που προκαλείς

κι ένα φυτό αναρριχώμενο που,   όταν του βάζει λόγια ο ήλιος,

σου αφήνει   μικρά σημάδια από σκιά

στο σχήμα και στο μέγεθος του φύλλου.

 

Και τώρα πια ήρθε πια η στιγμή,

Θεά Αφροδίτη, να μιλήσουμε   σαν ίσος προς ίσον.

Θέλω να πω   σαν άγαλμα προς άγαλμα.

Λένε η Γη πως στρέφεται   περί τον πολυμήχανο άξονά της,

κι εκείνος μέσα μας.

Για να το καταλάβεις,

άξονας ή μοίρα   είναι αυτό που συνετέλεσε

ώστε να κουβεντιάζουμε τώρα οι δυο μας

σαν ίσος προς ίσον:   σαν άγαλμα προς άγαλμα.

Στρέφεται, λες ένα στρογγυλό   επίμονο κυνηγητό

της νύχτας πίσω από τη μέρα,

κι έτσι τελεσφορούν τα εικοσιτετράωρα.

Οξύ το πρόβλημα των εικοσιτετραώρων,

Θεά Αφροδίτη,  ή και του χρόνου.

 

Χρόνος είναι   ό,τι μεσολαβεί και μετατρέπει.

Διαιρείται σε στιγμές.

Στιγμή είναι, βέβαια,   ένα τίποτε του χρόνου.

Όμως χωράει τ’ αποκορυφώματα,   Θεά Αφροδίτη.

Κι εκτός που διαιρείται σε στιγμές,

εκτός που τις μεγάλες ιστορίες

στο έλεος της μνήμης τις αφήνει,

απαραιτήτως διαιρείται

(όπως ίσως σου έδειξε   το αναρριχώμενο φυτό)

σε τέσσερις μεγάλες εποχές:

στο χειμώνα, στην άνοιξη

στο καλοκαίρι και, τέλος,

στο περίλυπο φθινόπωρο,

που υπερασπίζεται πολύ τ’ αγάλματα

και κάποιους φθινοπωρινούς ανθρώπους.

Φθινοπωρινοί άνθρωποι    είναι αυτοί

που κουβεντιάζουνε μαζί σου

σαν άγαλμα προς άγαλμα.

Εις επήκοον της μοναξιάς.

Μοναξιά δε είναι, Θεά Αφροδίτη,

αυτή που φαίνεται στο βάθος:

πίσω ακριβώς κι από τις δυο μας.

[ΟΡΙΣΜΟΙ από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ, 1963 ]

 

Επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ   ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙ στο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ της Κικής Δημουλα:

Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ.    ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθος μας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ ερήμην μου.  ΑΝΩ ΤΕΛΕΙΑ… [με κεφαλαία μερικοί από τους τίτλους των ποιητικών συλλογών της Κικής Δημουλα]

Παρασκευή, 2 Ιουλίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ